- τροχηλάτῃ
- τροχηλάτηςcharioteermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχόσπιτο — το, Ν τεχνολ. 1. (παλαιότερα) τροχήλατη άμαξα που χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα ως μεταφορικό μέσο και κατοικία νομάδες, πλανόδιοι έμποροι, διευθυντές και καλλιτέχνες περιοδευόντων θιάσων και τσίρκων 2. (σήμερα) αυτοκινούμενο ή ρυμουλκούμενο… … Dictionary of Greek
Φούλτον, Ρόμπερτ — (Fulton, Φούλτον, πρώην Λιτλ Μπρίτεν 1765 – Νέα Υόρκη 1815). Αμερικανός τεχνικός και εφευρέτης, διάσημος για τις ευφυείς εφαρμογές του στον τομέα της μηχανικής, των ναυπηγικών κατασκευών, της ναυσιπλοΐας και της υδραυλικής. Αφού εγκατέλειψε τη… … Dictionary of Greek